- παλαβός
- zany
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
παλαβός — ή, ό 1. ανισόρροπος, τρελός 2. ανόητος, ασύνετος 3. παράτολμος, ριψοκίνδυνος 4. παράφορα ερωτευμένος. επίρρ... παλαβά με παλαβό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *παλαλός < ἀπολωλός, μτχ. τού ἀπόλλυμαι. Κατ άλλους το επίθ. έχει προέλθει από το ουσ.… … Dictionary of Greek
παλαβός — ή, ό ο ανόητος, ο τρελός, ο παράτολμος, ο ριψοκίνδυνος: Σκότωνε παλαβούς πλήρωνε τζερεμέδες (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλαβώνω — [παλαβός] 1. κάνω κάποιον παλαβό, ξετρελαίνω 2. γίνομαι παλαβός 3. είμαι παράφορα ερωτευμένος … Dictionary of Greek
παλαβιάρης — α, ικο ο παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαβός + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κοκαλ ιάρης)] … Dictionary of Greek
πελελός — και πελός, ή, ό τρελός, παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀπολωλώς, μτχ. τού ἀπόλλυμι (πρβλ. και λ. παλαβός)] … Dictionary of Greek
παλαβώνω — παλάβωσα, παλαβώθηκα, παλαβωμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να τα χάσει, τον κάνω παλαβό (βλ. λ.): Κόντεψαν να τον παλαβώσουν τον άνθρωπο με τη φάρσα που του κάνανε. 2. αμτβ., γίνομαι παλαβός, τα χάνω, τρελαίνομαι: Μια η φτώχια, μια ο θάνατος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλαλος — η, ο (Α ἄλαλος, ον) αυτός που δεν μιλάει, άναυδος, άφωνος, βουβός, μουγγός νεοελλ. ανόητος, βλάκας, παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λάλος < λαλῶ. ΠΑΡ. αλαλία νεοελλ. αλαλιάζω, αλαλογώ, αλαλομάρα] … Dictionary of Greek
θεοπάλαβος — η, ο τελείως παλαβός, ο θεότρελος … Dictionary of Greek
κουρλός — ή, ό τρελός, ζουρλός, παλαβός … Dictionary of Greek
λωλός — ή, ό (Μ λωλός, ή, όν) 1. τρελός, παλαβός 2. ανόητος, απερίσκεπτος 3. αφελής 4. (για γέρο) ξεμωραμένος, ξεκουτιασμένος. επίρρ... λωλά (Μ λωλά) με ανόητο τρόπο, τρελά, παλαβά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής μτχ. ὀλωλώς τού μέσου παρακμ. τού ρ.… … Dictionary of Greek
μισοπάλαβος — η, ο σχεδόν παλαβός, μισότρελος … Dictionary of Greek